επιστρατεία

επιστρατεία
επιστράτευση [-ις (-εως)] η мобилизация;

επιστρατεία γενική (μερική) — всеобщая (частичная) мобилизация


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιστρατεία" в других словарях:

  • ἐπιστρατεία — ἐπιστρατείᾱ , ἐπιστρατεία march fem nom/voc/acc dual ἐπιστρατείᾱ , ἐπιστρατεία march fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρατείᾳ — ἐπιστρατείᾱͅ , ἐπιστρατεία march fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστρατεία — η (Α ἐπιστρατεία και ἐπιστρατηΐη) [επιστρατεύω] νεοελλ. επιστράτευση αρχ. μσν. εκστρατεία …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστρατείας — ἐπιστρατείᾱς , ἐπιστρατεία march fem acc pl ἐπιστρατείᾱς , ἐπιστρατεία march fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρατείαν — ἐπιστρατείᾱν , ἐπιστρατεία march fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρατείαις — ἐπιστρατεία march fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστρατηίην — ἐπιστρατεία march fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рать — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἐπιστρατεία) военный поход, экспедиция, война.  … …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»